- εξουσιάζομαι
- εξουσιάζομαι βλ. πίν. 36
(κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πονηροκρατούμαι — έομαι, Α κυβερνώμαι, εξουσιάζομαι από κακούς, από φαύλους*· [ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + κρατοῦμαι (< κράτος), πρβλ. ξενο κρατούμαι] … Dictionary of Greek
βουλευτοκρατούμαι — κυριαρχούμαι, εξουσιάζομαι από τους βουλευτές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)